- ἀέθλιον
- ἀέθλιον, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. for ἆθλον,A prise, Il.9.124, Od.8.108, APl.5.374, AP9.637 (Damoch.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ἀέθλιον — Ἀέθλιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀέθλιον — ἄθλιος winning the prize masc acc sg (epic ionic) ἄθλιος winning the prize neut nom/voc/acc sg (epic ionic) ἄθλιος winning the prize masc/fem acc sg (epic ionic) ἄθλιος winning the prize neut nom/voc/acc sg (epic ionic) ἀέθλιος gaining the prize… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αέθλιος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δία ή του Αίολου και της Πρωτογένειας, κόρης του Δευκαλίωνα και της Πύρρας. Πατέρας του βασιλιά της Ήλιδας Ενδυμίωνα. Προστάτης των αγώνων. 2. Εγγονός του προηγούμενου, γιος του Ενδυμίωνα από την Υπερίππη … Dictionary of Greek